- σακέσπαλος
- σᾰκέσ-πᾰλος, ον, ([etym.] πάλλω)A wielding a shield, warlike, Il.5.126, Call. Jov.71;
σ. πορείη Nonn.D.23.140
, cf. 8.178.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σ. πορείη Nonn.D.23.140
, cf. 8.178.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σακέσπαλος — wielding a shield masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακέσπαλος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που πάλλει, που χειρίζεται δηλαδή την ασπίδα, πολεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σακεσ τού σιγμόληκτου σάκος, τὸ, «ασπίδα» + παλος (< πάλλω), πρβλ. εγχέσ παλος] … Dictionary of Greek
σακέσπαλον — σακέσπαλος wielding a shield masc/fem acc sg σακέσπαλος wielding a shield neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακεσπάλῳ — σακέσπαλος wielding a shield masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)